τζαγγίον

τζαγγίον
τὸ, ΜΑ και τζαγγίον, Μ [τζάγγη]
(στο Βυζ.) υπόδημα ψηλό μέχρι τα γόνατα από ερυθρό δέρμα, το οποίο προσαρμοζόταν στην κνήμη με κορδόνια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζταγγίον — ζταγγίον, τὸ (Μ) βλ. τζαγγίον …   Dictionary of Greek

  • μακροτζάγγιον — μακροτζάγγιον, τὸ (Μ) υψηλό υπόδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + τζαγγίον «υψηλό υπόδημα τών Βυζαντινών»] …   Dictionary of Greek

  • τζαγγάς — ὁ, Μ κατασκευαστής βασιλικών τζαγγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζαγγίον «είδος βασιλικού υποδήματος» + κατάλ. ᾶς (πρβλ. σχοιν ᾶς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”